ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι Έλληνες ως κατεξοχήν ναυτικός λαός
μέσα στο πέρασμα των χρόνων ανέπτυξαν ένα σύστημα ναυπήγησης των πλοίων τους σε
άμεση αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους λαούς της Μεσογειακής λεκάνης. Οι
πληροφορίες οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί γύρω από το θέμα της ναυπήγησης των
αρχαίων πλοίων, προέρχονται κυρίως από τα ίδια τα ναυάγια ή τα ευρήματα των
πλοίων στα διάφορα αρχαία λιμάνια. Με βάση τα σχετικά υλικά κατάλοιπα, η
σύγχρονη έρευνα είναι σε θέση να έχει μία πλήρη εικόνα ως προς το ζήτημα της
ναυπήγησης των ελληνικών πλοίων, σε σχέση δηλαδή με τη συναρμολόγηση της καρένας με ταποδοστήματα,
καθώς και με τον τρόπο σύνδεσης των μαδεριών του πετσώματος. Μάλιστα με βάση
όλα αυτά τα σχετικά ευρήματα της αρχαίας ναυπηγικής έχουν κατασκευαστεί
ορισμένα ομοιώματα αρχαίων πλοίων, πιστά στα αρχαία πρότυπα, τα οποία έχουν
δοκιμαστεί και σε επιτυχή σύγχρονα ταξίδια.
ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΕΚΟΤΕΡΩΝ ΠΛΟΙΩΝ Η πεντηκόντορος ήταν μια αρχαία ελληνική γαλέρα που
χρησιμοποιήθηκε από την Αρχαϊκή Περίοδο. Η
πεντηκόντορος προέκυψε σε μια χρονική περίοδο που δεν υπήρχε ακόμη διάκριση
μεταξύ εμπορικών και πολεμικών πλοίων. Ήταν σκάφη ευέλικτα και μακράς ακτίνας
δράσης που χρησιμοποιήθηκαν για θαλάσσιο εμπόριο, πειρατεία και πολεμικές
επιχειρήσεις.
Μετέφερε αγαθά ή και στρατιώτες. Μια πεντηκόντορος προωθούνταν από πενήντα (50)
κωπηλάτες που τοποθετούνταν ανά 25 σε κάθε της πλευρά. Ένα μεσαίο κατάρτι με τετράγωνο ιστίο χρησιμοποιούνταν
επίσης για την προώθηση του πλοίου, όταν υπήρχε ευνοϊκός άνεμος. Ήταν μακρυά
πλοία με μικρό βύθισμα και συχνά χαρακτηρίζονταν ως «νῆες μακραί». Συχνά δεν
είχαν κατάστρωμα.
Εμπορική χρήση
Χρησιμοποιήθηκε ευρέως τουλάχιστον από τους Φωκείς της Ιωνίας για να
ταξιδέψουν και να αποικήσουν εμπορικούς δρόμους. Το άνοιγμα των εμπορικών
δρόμων τους πήγε αρκετά μακριά, μέχρι τουλάχιστον τον Ατλαντικό
Ωκεανό κοντά στην Ταρτασσό. Στη συνέχεια,
ήταν οι πρωταγωνιστές της εποχής που είδε τη δημιουργία και την άνθιση πολλών
αποικιών, όπως ηΜασσαλία, η Αλαλία και η Ελέα.
Πολεμική
χρήση
Η πενρηκόντορος για πολλά χρόνια
ήταν η ραχοκοκαλιά του ελληνικού πολεμικού ναυτικού πολέμου. Η κορύφωσή της
πολεμικής χρήσης της έγινε στη ναυμαχία της Αλαλίας[2] μεταξύ ελλήνων (Φωκέων πιο συγκεκριμένα)
αποίκων που εγκαρταστάθηκαν στην Αλαλία της Κορσικής και ενός
συνασπισμού Καρχηδονίων και Ετρούσκων. Η ναυμαχία αυτή είχε ένα θέατρο
επιχειρήσεων στοΤυρρηνικό Πέλαγος, μεταξύ της Κορσικής και της Σαρδηνίας.
Διήρης
Η Διήρης ήταν τύπος αρχαίου ελληνικού κωπήλατου, πολεμικού πλοίου σε
αντιδιαστολή με το "στρογγυλό" που ήταν φορτηγό κωπήλατο πλοίο και
όχι "αμφίπλωρο" όπως ήταν εκείνο. Ο όρος αναφέρεται σε πλοία με δυο
στοίχους κωπηλατών, είτε δίκροτα (με δύο σειρές κουπιών και έναν κωπηλάτη ανά
κουπί) είτε μονόκροτα (με μια σειρά κουπιών με δύο κωπηλάτες ανά κουπί). Μέχρι
σήμερα αμφισβητείται η προέλευση της επινόησης. Πιστεύεται ότι πρόκειται για
επινόηση των Φοινίκων, που χρησιμοποιήθηκε και επεκτάθηκε από τους
Έλληνες[1] .
Η διήρης συναντάται για πρώτη
φορά στην αρχαία ιστορία σε θραύσματα έργων τέχνης Ασσυριακής προέλευσης.Μετά
την ολοκλήρωση της συλλογής των στοιχείων μια δριήρης πεντηκοντόρος σύμφονα με
τα εικονογραφικά στοιχει.Η γάστρα αυτου του σκάφους εχει ολικο μήκος 27,40
μετρα μέγιστο πλάτος 2,76 ύψος στη μέση 2,42 μέτρα και ανλογία μήκους προςς
πλάατος
Το αρχαίο
πλοίο Σάμαινα
Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζεται ο ναυτικός
πολιτισμός του Αιγαίου, μέσα από το παράδειγμα της αρχαίας Σάμου, στα ναυπηγεία
της οποίας κατασκευάστηκε το πλοίο. Στη δεύτερη περιλαμβάνονται οι πηγές
και το πρωτογενές υλικό, καθώς και τρεις ψηφιακές αναπαραστάσεις. Στην τρίτη
διερευνάται η τεχνική που θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί στη
ναυπήγηση του, υπό το φως αρχαίων ναυαγίων που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της
Μεσογείου (Μασσαλία, Χάιφα, Κυρήνεια, νησί Yassi Ada) και μέσα από πιστά
αντίγραφα τμημάτων αρχαίων πλοίων.
Τριήρης
Η Tριήρης ήταν ταχύτατο
αρχαίο κωπήλατο πολεμικό
πλοίο,
του οποίου ο τύπος εξελίχθηκε στον αρχαίο ελλαδικό χώρο (αρχικά στην Κόρινθο, σύμφωνα με την
παράδοση) από τη διήρη, η οποία ήδη κυριαρχούσε στις
ελληνικές αποικίες της Μ. Ασίας, στην Κύπρο και τη Φοινίκη. Χαρακτηρίστηκε, από
τη γενικευμένη χρήση της, ως μεσογειακή τεχνολογία της εποχής με τρεις σειρές
κωπηλατών (ερετών), που στον ελληνικό χώρο κατανέμονταν σε ισάριθμα
καταστρώματα (τρίκροτες τριήρεις), αλλά στη Φοινίκη, στην Καρχηδόνα και στην
Ιταλία εμφανίστηκαν επίσης δίκροτες τριήρεις, δηλαδή με δυο καταστρώματα, αλλά
2 κωπηλάτες ανά κουπί στο πάνω, καθώς και μονόκροτες, δηλαδή με ένα κατάστρωμα,
αλλά 3 κωπηλάτες ανά κουπί. Γενικά χαρακτηριστικά του σκάφους
Η τριήρης ήταν πλοίο μακρόστενο,
ταχύ, χαμηλό, με ρηχή καρίνα και γενικά σχετικά ελαφριά και απλή συνολική
κατασκευή.
Το μήκος του κυμαινόταν από 33 έως 43 μέτρα, το πλάτος του 3,5-4,4 μέτρα, το ύψος του 2,1-2,5 μέτρα πάνω από την ίσαλο γραμμή και το βύθισμά του 0,9-1 μέτρα.
Η μέγιστη ταχύτητα του έφτανε περίπου τους 8 κόμβους μόνο με τα κουπιά και τους 10 με χρήση και του ιστίου με ούριο άνεμο το 1988, ενώ το 1987 το πρώτο πλήρωμα της έφτασε τους 12 κόμβους με κουπιά και με πανιά. Μπορούσε να καλύψει απόσταση 100 χιλιόμετρων ημερησίως.
Στο μπροστινό μέρος του πλοίου υπήρχε τοποθετημένο ένα έμβολο επενδεδυμένο με ορείχαλκο, το οποίο χρησιμοποιόταν και για εμβολισμό εναντίον πλοίων σε ναυμαχίες, όποτε αυτό θεωρούνταν εφικτό, αλλά και για την προστασία του πλοίου κατά την προσάραξη σε ρηχά νερά, όταν χρειάζονταν να γίνει εκτός λιμένων ή ναυστάθμων με νεώρια.
Το μήκος του κυμαινόταν από 33 έως 43 μέτρα, το πλάτος του 3,5-4,4 μέτρα, το ύψος του 2,1-2,5 μέτρα πάνω από την ίσαλο γραμμή και το βύθισμά του 0,9-1 μέτρα.
Η μέγιστη ταχύτητα του έφτανε περίπου τους 8 κόμβους μόνο με τα κουπιά και τους 10 με χρήση και του ιστίου με ούριο άνεμο το 1988, ενώ το 1987 το πρώτο πλήρωμα της έφτασε τους 12 κόμβους με κουπιά και με πανιά. Μπορούσε να καλύψει απόσταση 100 χιλιόμετρων ημερησίως.
Στο μπροστινό μέρος του πλοίου υπήρχε τοποθετημένο ένα έμβολο επενδεδυμένο με ορείχαλκο, το οποίο χρησιμοποιόταν και για εμβολισμό εναντίον πλοίων σε ναυμαχίες, όποτε αυτό θεωρούνταν εφικτό, αλλά και για την προστασία του πλοίου κατά την προσάραξη σε ρηχά νερά, όταν χρειάζονταν να γίνει εκτός λιμένων ή ναυστάθμων με νεώρια.
Ναυπήγηση
Στην ισχυρή Αθήνα επιλεγόταν ο «ναυπηγός» (αρχιτέκτων) μεταξύ
πολλών ειδικών που παρουσιάζονταν. Αυτό δε σήμαινε πάντα ότι ήταν ειδικός από
την άποψη των σχετικών τεχνικών γνώσεων, αλλά απλά ότι ήταν εξειδικευμένος
εργολάβος. Αυτός οργάνωνε την κατασκευή της τριήρους, έχοντας δική του κατασκευαστική
ομάδα με ειδικούς τεχνίτες (ναυπηγούς και μαραγκούς) και ανειδίκευτους εργάτες.
Η χρήση δούλων αποφεύγονταν σε τέτοιου είδους έργα. Οι συγκεκριμένοι εργολάβοι
συνήθως ασχολούνταν παράλληλα και με το εμπόριο ξυλείας.
Όλη η εργασία κατασκευής γίνονταν σε απλό ναυπηγείο σε κάποια παραλία με τα ξύλα της τρόπιδας φυτεμένα στην άμμο, με ξύλινα (συνήθως) εργαλεία, περίπου όπως κάνουν και σήμερα σε μικρά ναυπηγεία ξύλινων πλοίων.
Όλη η εργασία κατασκευής γίνονταν σε απλό ναυπηγείο σε κάποια παραλία με τα ξύλα της τρόπιδας φυτεμένα στην άμμο, με ξύλινα (συνήθως) εργαλεία, περίπου όπως κάνουν και σήμερα σε μικρά ναυπηγεία ξύλινων πλοίων.
Η τεχνική της ναυπήγησης γενικά πήγαινε από πατέρα
σε γιο, βάση παράδοσης, στα πλαίσια συντεχνίας, όχι όμως με απόλυτο τρόπο.
Συνήθως τα πλοία κατασκευάζονταν με όσο το
δυνατό περισσότερα όμοια εξαρτήματα, ώστε να επιτυγχάνεται οικονομία κλίμακας,
για μείωση του κόστους κατασκευής και μεγιστοποίηση του κέρδους του εργολάβου.
Κίνηση
Η τριήρης μπορούσε να κινηθεί με
τα ιστία της, την κωπηλασία ή και με συνδυασμό των παραπάνω, όταν υπήρχε λόγος.
Ως πολεμικό πλοίο ήταν κατασκευασμένη να έχει ως κύριο μέσον πρόωσης τα κουπιά (οι κώπες) και βοηθητικά τα ιστία (πανιά) που κατά κανόνα ήταν τετράγωνα ή περισσότερο τραπεζοειδή εκ των οποίων το κυριότερο φέρονταν επί κεραίας στον μεγάλο ιστό (κατάρτι) που ήταν στο μέσον του σκάφους, ενώ το μικρότερο φέρονταν σε κεκλιμένο ιστό πρώραθεν του κυρίου που ονομαζόταν «ακάτιος». Τα πανιά αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο και εφόσον έπνεαν «ούριοι άνεμοι» δηλαδή από τη πρύμνη ή από το ισχίο του σκάφους. Ήταν δε τελείως ακατάλληλα για πλεύση «κατά την εγγυτάτην» κοινώς «όρτσα» ή σε πλαγιοδρομία. Υπήρχαν ακόμη δύο ειδών ιστία τα μεγάλα που χρησιμοποιούνταν για μεγάλες πλεύσεις και τα μικρά που χρησιμοποιούνταν όταν ο άνεμος ήταν ισχυρός και ως βοηθητικά στις ναυμαχίες, κατά τις οποίες τα μεγάλα ήταν πάντα διπλωμένα ή είχαν αφαιρεθεί από πριν.
Ο Αριστοτέλης τη χαρακτήρισε «κωπηλατική μηχανή». Είχε 170 κουπιά, ενώ αν ήταν μονόκροτη με ίσο μήκος θα είχε μόνο 54. Αυτό επιτυγχάνονταν με την κατάλληλη διάταξη των σειρών των κουπιών σε τρία διαφορετικά επίπεδα, αλλά σχετικά κοντινά μεταξύ τους, για να αποφευχθεί το υπερβολικό μήκος κουπιών για το ανώτατο επίπεδο.
Ως πολεμικό πλοίο ήταν κατασκευασμένη να έχει ως κύριο μέσον πρόωσης τα κουπιά (οι κώπες) και βοηθητικά τα ιστία (πανιά) που κατά κανόνα ήταν τετράγωνα ή περισσότερο τραπεζοειδή εκ των οποίων το κυριότερο φέρονταν επί κεραίας στον μεγάλο ιστό (κατάρτι) που ήταν στο μέσον του σκάφους, ενώ το μικρότερο φέρονταν σε κεκλιμένο ιστό πρώραθεν του κυρίου που ονομαζόταν «ακάτιος». Τα πανιά αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο και εφόσον έπνεαν «ούριοι άνεμοι» δηλαδή από τη πρύμνη ή από το ισχίο του σκάφους. Ήταν δε τελείως ακατάλληλα για πλεύση «κατά την εγγυτάτην» κοινώς «όρτσα» ή σε πλαγιοδρομία. Υπήρχαν ακόμη δύο ειδών ιστία τα μεγάλα που χρησιμοποιούνταν για μεγάλες πλεύσεις και τα μικρά που χρησιμοποιούνταν όταν ο άνεμος ήταν ισχυρός και ως βοηθητικά στις ναυμαχίες, κατά τις οποίες τα μεγάλα ήταν πάντα διπλωμένα ή είχαν αφαιρεθεί από πριν.
Ο Αριστοτέλης τη χαρακτήρισε «κωπηλατική μηχανή». Είχε 170 κουπιά, ενώ αν ήταν μονόκροτη με ίσο μήκος θα είχε μόνο 54. Αυτό επιτυγχάνονταν με την κατάλληλη διάταξη των σειρών των κουπιών σε τρία διαφορετικά επίπεδα, αλλά σχετικά κοντινά μεταξύ τους, για να αποφευχθεί το υπερβολικό μήκος κουπιών για το ανώτατο επίπεδο.
Οπλισμός
Η τριήρης ήταν σχεδιασμένη για
πολεμική δράση και διέθετε από κατασκευής της ιδιαίτερο οπλισμό: το έμβολο: Μια ξύλινη, επιμεταλλωμένη ή
ολομεταλλική προεξοχή μήκους ως 2 μέτρων. Αποτελούσε φυσική προέκταση της
τρόπιδας. Το βάρος του εκτιμάται ότι έφτανε περίπου τα 200 κιλά. Μερικές φορές
πρόσθεταν και ένα δεύτερο μικρότερο έμβολο πάνω από το κύριο. Το βασικό έμβολο
ποίκιλλε σε σχήμα κι άλλοτε έφερε δυο - τρεις οδοντώσεις και άλλοτε είχε μορφή
ζώου ή θαλάσσιου τέρατος.Από αναφορά του
Ηροδότου και του Ιππωάνακτα του Εφέσιου, το 525 π.Χ. ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης
διέθετε στόλο με εμβολοφόρες τριήρεις. Από αυτόν και μετά η χρήση εμβολοφόρων
τριηρών γενικεύτηκε ως το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα.
Παραλλαγές τριηρών
Αν και κανονικά οι τριήρεις ήταν
πολεμικά πλοία ναυμαχίας, υπήρξαν μη μόνιμες παραλλαγές τους σε μεταγωγικά,
βοηθητικά σκάφη. Δυο ήταν οι συνηθισμένες παραλλαγές:
1.
Οπλιταγωγός τριήρης : Με επένδυση της παρεξαιρεσίας με ξύλο και
στεγανό φράξιμο των ανοιγμάτων των κουπιών των δυο κάτω επιπέδων και
αντικατάσταση των 108 θαλαμιτών και ζυγιτών με 80 οπλίτες, ψιλούς και εφόδια η
μεταφορική δυνατότητα της τριήρους ανέρχονταν από 80 σε 160 συνολικά άνδρες, με
σχετικά μικρή πτώση της πλευσιμότητας και της μέγιστης ταχύτητας.
2.
Ιππαγωγός τριήρης : Με παρόμοια τροποποίηση και επιπλέον
κλείσιμο ανοιγμάτων για λόγους ασφαλείας μια τριήρης μπορούσε να μεταφέρει
μέχρι 30 άλογα για το ιππικό.
§ Υπήρχαν
ακόμη και οι τριήρεις ειδικών αποστολών:
1.
Ταχυδρομικές: Μετέφεραν αγγελιοφόρους ή και μηνύματα.
2.
Πρεσβευτικές: Μετέφεραν πρέσβεις και γενικά διπλωμάτες σε
διπλωματικές αποστολές.
3.
Ιερές: Μετείχαν σε ιερές τελετουργίες ή μετέφεραν το μήνυμα της
Ολυμπιακής Εκεχειρίας.
Πάραλος
Στην αρχαιότητα η Πάραλος, ή και Παραλία αποκαλούμενη κατά επιγραφές, ήταν ένα από τα
έξι "ιερά πλοία" της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τα άλλα πέντε ήταν η Σαλαμινία,
η Αμμωνιάς, η Αντιγονίς,
η Δημητριάς και η Πτολεμαΐς.
Η Πάραλος ήταν τριήρης που
συμμετείχε ειδικά στις "θεωρίες" καθώς και σε άλλες ιερές ή δημόσιες
αποστολές, συνήθως επείγουσας φυσεως. Το συνηθέστερο αγκυροβόλιο της
Παράλου ήταν ο παρά την άκρα του Σουνίου δυτικός
όρμος ο αποκαλούμενος "Παράλου Γη". Αργότερα ναυπηγήθηκε και άλλη
αδελφή τριήρης συναγωγός, δηλαδή με ίδιο σκοπό, που έλαβε το όνομα "Σαλαμινία",
επειδή το μόνιμο αγκυροβόλιό της ήταν στη Σαλαμίνα. Οι θέσεις των παραπάνω αγκυροβολίων
αποδεικνύουν τον βαθμό ετοιμότητας των πλοίων αυτών σε επείγουσες αποστολές.
Επίσης και τα δύο αυτά ιερά πλοία αποκαλούνταν από τους Αθηναίους και
"Θεωρίδες" (Θεωρίς) ή "Δηλιάδες" (Δηλιάς), επειδή έφερναν
τις Θεωρίες στη Δήλο.
Αμμωνιάς
Η Αμμωνιάς ή Αμμωνιάδα,
αποκαλούμενη κατά επιγραφές, ήταν ενα από τα ιερά πλοία της αρχαίας Αθηναϊκής
Δημοκρατίας.
Η Αμμωνιάς ήταν τριήρης όμοια με
την Πάραλο, και τη Σαλαμινία και συμμετείχε και αυτή στις
"θεωρίες" καθώς και σε άλλες ιερές ή δημόσιες αποστολές, συνήθως
επείγουσας φυσεως. Το συνηθέστερο αγκυροβόλιο της
Αμμωνιάδας φέρεται να ήταν ο λιμένας Μουνιχίας, το σημερινό Μικρολίμανο. Και αυτή η τριήρης αποκαλούνταν από τους
Αθηναίους "Θεωρίδα" (Θεωρίς) ή "Δηλιάδα" (Δηλιάς), επειδή
μετέφερνε τις Θεωρίες στη Δήλο.
Για την προέλευση του ονόματος
της Αμμωνιάδας δεν είναι τίποτα γνωστό. Πιθανολογείται όμως, κατά μία υπόθεση ότι
ειδικότερα με το ίερό πλοίο αυτό πέμπονταν θυσίες είτε σε κάποιο ιερό τουΆμμωνα
Διός στον
ελληνικό χώρο, είτε σ΄ εκείνο του Άμμωνα της αρχαίας Αιγύπτου.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
ΖΙΩΓΑΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου